Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > stent
stent
A tiny, latticed metal tube that is implanted into an artery during an angioplasty. The stent provides scaffolding necessary to hold the artery open and ensure blood flow through the artery.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αστρονομία Category: Galaxy
bola de Navidad
La bola intergaláctica gigante de gas que flota en el espacio. Es el remanente de una explosión estelar masiva o supernova en la galaxia Gran Nube de ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- General seafood(50)
- Shellfish(1)
Seafood(51) Terms
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Radiology equipment(1356)
- OBGYN equipment(397)
- Συσκευές καρδιακής υποστήριξης(297)
- Clinical trials(199)
- Ultrasonic & optical equipment(61)
- Physical therapy equipment(42)
Ιατρικές συσκευές(2427) Terms
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)