Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > stent
stent
A tiny, latticed metal tube that is implanted into an artery during an angioplasty. The stent provides scaffolding necessary to hold the artery open and ensure blood flow through the artery.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
catarina
pequeño escarabajo redondo de colores brillantes y lunares que por lo general se alimenta de pulgones y otros insectos plaga
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)
Αρχαιολογία(2749) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Railroad(457)
- Train parts(12)
- Trains(2)
Railways(471) Terms
- General Finance(7677)
- Funds(1299)
- Commodity exchange(874)
- Private equity(515)
- Accountancy(421)
- Real estate investment(192)