Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > sinécdoque
sinécdoque
A figure of speech in which a part is substituted for the whole. An example: Lend me a hand. See Metonymy.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Λογοτεχνία
- Category: Μυθιστόρημα
- Company: Citadel
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation
ruso
El ruso es un idioma que se habla en Rusia y mucho otros países de la antigua Unión Soviética, que ya no existe.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Body language(129)
- Corporate communications(66)
- Oral communication(29)
- Technical writing(13)
- Postal communication(8)
- Written communication(6)
Communication(251) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- General packaging(1147)
- Bag in box(76)
Packaging(1223) Terms
- Cooking(3691)
- Fish, poultry, & meat(288)
- Spices(36)