Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > vítreo

vítreo

Término técnico que se refiere al brillo de una piedra preciosa. Las piedras preciosas con un brillo vítreo o vidrioso son, lejos, las más piedras más comunes del mundo.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Μόδα
  • Category: Κοσμήματα; Gemstones
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Lakes

lago

A body of relatively still fresh or salt water of considerable size, localized in a basin that is surrounded by land. Lakes are inland and not part of ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Teresa's gloss of general psychology

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 4 Όροι

Mental Disorders

Κατηγορία: Health   3 20 Όροι