Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > acidosis

acidosis

A pathologic condition resulting from accumulation of acid or depletion of the alkaline reserve (bicarbonate) content of the blood and body tissues, and characterized by an increase in hydrogen ion concentration (decrease in pH).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Λογοτεχνία Category: Bestsellers

La Biblia

The Bible is the various collections of sacred scripture of the various branches of Judaism and Christianity. The Bible, in its various editions, is ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Human Resources

Κατηγορία: Business   6 26 Όροι

Bugs we played as children

Κατηγορία: Animals   3 3 Όροι