Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > acidulantes

acidulantes

An additive added to a product to increase the acidity of the product. Acidulants are often added to food products to increase tartness.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Liliana Marquesini
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Medical research

sistema renina angiotensina.

Sistema hormonal que regula la presión sanguínea y el balance hídrico (líquidos).

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Human Resources

Κατηγορία: Business   6 26 Όροι

Bugs we played as children

Κατηγορία: Animals   3 3 Όροι