Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > aleación

aleación

A mixture of two or more metals created to enhance the strength and/or appearance of a particular metal.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Jewelry
  • Category: Κοσμήματα
  • Company: Kay Jewelers
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

AlasVerdes
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Printing & publishing Category: Magazines

freelance

Un periodista “freelance” es un escritor o reportero independiente que trabaja de manera autónoma, generalmente sin un contrato.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Paintings by Albrecht Dürer

Κατηγορία: Arts   2 19 Όροι

The Vampire Diaries Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 13 Όροι