Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > biomasa
biomasa
Biological material – including corn, switchgrass, and oilseed crops – that can be converted into fuel
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Biotechnology; Ενέργεια
- Category: Biofuel
- Company: Grist
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αστρονομία Category: Galaxy
burbujas de la Vía Láctea
Las dos grandes burbujas con rayos gama de alta energía que sobresalen de la Vía Láctea. Cada una abarca 25000 años luz, casi el tamaño de la galaxia ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
zblagojevic
0
Όροι
5
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί
Glossary of environmental education
Κατηγορία: Εκπαίδευση 1 41 Όροι
Browers Terms By Category
- Architecture(556)
- Interior design(194)
- Graphic design(194)
- Landscape design(94)
- Industrial design(20)
- Application design(17)
Design(1075) Terms
- Hand tools(59)
- Garden tools(45)
- General tools(10)
- Construction tools(2)
- Paint brush(1)
Tools(117) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- Cultural anthropology(1621)
- Physical anthropology(599)
- Mythology(231)
- Applied anthropology(11)
- Αρχαιολογία(6)
- Ethnology(2)
Anthropology(2472) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)