Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > biomasa

biomasa

The generic term for any living matter that can be converted into usable energy through biological or chemical processes. It encompasses feedstocks such as agricultural crops and their residues, animal wastes, wood, wood residues and grasses, and municipal wastes.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Natural environment Category: Earthquake

tsunami

Un término japonés que se aöplica a grandes olas oceánicas causadas ​​por movimientos en el fondo del mar relacionados con un terremoto o una erupción ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Meilleurs Films

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 0 Όροι

Languages spoken in Zimbabwe

Κατηγορία: Arts   1 4 Όροι