Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > biomasa

biomasa

The term `biomass' means any organic matter that is available on a renewable or recurring basis (excluding old-growth timber), including dedicated energy crops and trees, agricultural food and feed crop residues, wood and wood wastes and residues, aquatic plants, grasses, residues, fibers, and animal wastes, municipal wastes, and other waste materials.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

navajo

El navajo es un idioma del pueblo navajo, un pueblo indígena del suroeste de los Estados Unidos.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Most Expensive Accidents in History

Κατηγορία: Ιστορία   1 9 Όροι

Cigarettes Brand

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 10 Όροι