Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > cápside
cápside
The outer shell of a virus particle that encloses the viral genome.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
dieta de los 17 días
The 17 Day Diet is a diet created by Mike Moreno, a family medicine doctor based in San Diego, CA, USA. The book, titled after the same name as the ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
The 12 Best Luxury Hotels in Jakarta
Κατηγορία: Travel 1 12 Όροι
Browers Terms By Category
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Film titles(41)
- Film studies(26)
- Filmmaking(17)
- Film types(13)
Cinema(97) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Cables & wires(2)
- Fiber optic equipment(1)
Telecom equipment(3) Terms
- Ballroom(285)
- Belly dance(108)
- Cheerleading(101)
- Choreography(79)
- Historical dance(53)
- African-American(50)