Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > carcinógeno

carcinógeno

Something which causes cancer to occur by causing changes in a cell's DNA.

See also: mutagene.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fitness Category: Workouts

pandiculación

La acción de desperezarse y bostezar.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Martial Arts

Κατηγορία: Σπορ   2 11 Όροι

The 10 Best Innovative Homes

Κατηγορία: Travel   1 10 Όροι