Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pandiculación

pandiculación

La acción de desperezarse y bostezar.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fitness
  • Category: Workouts
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Paula Reyes
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Schools

educación púbica

Un vergonzoso error de tipeo que quería decir "educación pública" en un letrero de patrocinio atlético puesto por el Red Lion Area School ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Paintings by Albrecht Dürer

Κατηγορία: Arts   2 19 Όροι

The Vampire Diaries Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 13 Όροι