Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pandiculación

pandiculación

La acción de desperezarse y bostezar.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fitness
  • Category: Workouts
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Υγεία Category: General

mandíbula

La quijada inferior.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Popular Apple Species

Κατηγορία: Food   1 10 Όροι

Airline terminology

Κατηγορία: Business   1 2 Όροι