Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > limpiar

limpiar

To make free from dirt, stain or impurities upon visual inspection.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Mobile communications Category: Mobile phones

iPhone 4

El último iPhone de Apple desde 15 de junio de 2010. iPhone 4 viene con características como pantalla Retina FaceTime, multitarea, video HD y una ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Sinharaja Rain Forest

Κατηγορία: Travel   1 20 Όροι

Best female artists

Κατηγορία: Arts   1 7 Όροι