Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pago

pago

Un porcentaje del precio de compra que el comprador debe pagar en efectivo y no pueden obtener préstamos de la entidad crediticia.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tsveta Velikova
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: International dishes

sancocho

Sancocho is a traditional soup (often considered a stew) in several Latin American cuisines derived from the Spanish dish known as Cocido. It usually ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Exercise

Κατηγορία: Health   2 20 Όροι

Rock Bands of the '70s

Κατηγορία: Ιστορία   1 10 Όροι