Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > incrustación

incrustación

Becoming encrusted, clogged or choked with foreign matter.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Festivals

Año Nuevo Chino

El feriado chino tradicional más importante, el Año nuevo chino representa el inicio oficial de la primavera, empezando en el primer día del primer ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Chinese Idioms (Chengyu - 成语)

Κατηγορία: Κουλτούρα   2 10 Όροι

Medical

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 2 Όροι