Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > incrustación

incrustación

Becoming encrusted, clogged or choked with foreign matter.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Mobile communications Category: Mobile phones

realidad aumentada

La realidad aumentada (AR) es una tecnología que combina la información del mundo real con imágenes generadas por computadora y el contenido, y se ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Ophthalmology

Κατηγορία: Health   1 5 Όροι

Saint Louis

Κατηγορία: Travel   2 21 Όροι