Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > incrustación
incrustación
Becoming encrusted, clogged or choked with foreign matter.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Mobile communications Category: Mobile phones
realidad aumentada
La realidad aumentada (AR) es una tecnología que combina la información del mundo real con imágenes generadas por computadora y el contenido, y se ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)
Documentation(7) Terms
- Cables & wires(2)
- Fiber optic equipment(1)
Telecom equipment(3) Terms
- Bridge(5007)
- Plumbing(1082)
- Carpentry(559)
- Architecture(556)
- Flooring(503)
- Home remodeling(421)
Construction(10757) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Social media(480)
- Ιντερνετ(195)
- Search engines(29)
- Online games(22)
- Ecommerce(21)
- SEO(8)