Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > combustibles (ecología de incendios)
combustibles (ecología de incendios)
Living or dead vegetation that can be ignited.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
flor
Collection of reproductive structures found in flowering plants.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Software engineering(1411)
- Productivity software(925)
- Unicode standard(481)
- Workstations(445)
- Computer hardware(191)
- Desktop PC(183)
Υπολογιστές(4168) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Wedding gowns(129)
- Wedding cake(34)
- Grooms(34)
- Wedding florals(25)
- Royal wedding(21)
- Honeymoons(5)