Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > pasantía
pasantía
Entrenamiento profesional supervisado diseñado para permitir que estudiantes apliquen habilidades y conocimientos previamente adquiridos en situaciones prácticas. Pasantía puede hacerse como parte de un curso, durante vacaciones o después de graduarse.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Higher education
- Company: Common Data Set
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Medical Category: Medical research
medicina comunitaria
La especialidad que tiene a su cargo la salud y la enfermedad de una población o de una comunidad en particular. El objetivo es identificar los ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
marija.horvat
0
Όροι
21
Γλωσσάρια
2
Οπαδοί
Essential English Idioms - Intermediate
Κατηγορία: Languages 2 20 Όροι
Amoke
0
Όροι
10
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
The National Park of American Samoa
Κατηγορία: Γεωγραφία 1 1 Όροι
Browers Terms By Category
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- Medicine(68317)
- Cancer treatment(5553)
- Diseases(4078)
- Genetic disorders(1982)
- Managed care(1521)
- Optometry(1202)
Υγεία(89875) Terms
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)
Zoology(636) Terms
- Skin care(179)
- Cosmetic surgery(114)
- Στυλ μαλλιών(61)
- Breast implant(58)
- Cosmetic products(5)