Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > ionóforos

ionóforos

Chemical agents that increase the permeability of biological or artificial lipid membranes to specific ions. Most ionophores are relatively small organic molecules that act as mobile carriers within membranes or coalesce to form ion permeable channels across membranes.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

AlasVerdes
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Printing & publishing Category: Magazines

freelance

Un periodista “freelance” es un escritor o reportero independiente que trabaja de manera autónoma, generalmente sin un contrato.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Biggest Lies in History

Κατηγορία: Ιστορία   1 5 Όροι

Hotel management Terms

Κατηγορία: Business   1 2 Όροι