Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > cariotipo

cariotipo

A photomicrograph of an individual's chromosomes arranged in a standard format showing the number, size, and shape of each chromosome type; used in low-resolution physical mapping to correlate gross chromosomal abnormalities with the characteristics of specific diseases..

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Genome
  • Company: U.S. DOE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sysop02
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Translation & localization Category: Translation

yidish

El yidish es un idioma que hablaba los judíos de Europa del Este. Hoy en día, menos gente lo habla, pero lo conservan especialmente los judíos ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The world of travel

Κατηγορία: Other   1 6 Όροι

Indonesia Top Cities

Κατηγορία: Travel   2 10 Όροι