Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > mercado laboral
mercado laboral
Factors affecting the supply of and demand for workers.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία Category: Evolution
deriva genética
Changes in the frequencies of alleles in a population that occur by chance, rather than because of natural selection.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Δορυφόροι(455)
- Διαστημόπλοια(332)
- Συστήματα ελέγχου(178)
- Space shuttle(72)
Αεροπορία(1037) Terms
- Electricity(962)
- Gas(53)
- Sewage(2)
Utilities(1017) Terms
- Ballroom(285)
- Belly dance(108)
- Cheerleading(101)
- Choreography(79)
- Historical dance(53)
- African-American(50)
Dance(760) Terms
- SSL certificates(48)
- Wireless telecommunications(3)