Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > mycogone
mycogone
Genus of fungus that is pathogenic on cultivated mushroom.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Manufacturing Category: Glass
Gorilla Glass 4
Corning Incorporated anunció su última innovación en el diseño de material de electrónica de consumo, el revolucionario Corning® Gorilla® Glass 4, que ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
MihaelaMrg
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
Basic Glossary of English-Romanian Legal Terms
Κατηγορία: Νομική 1 1 Όροι
Browers Terms By Category
- Automobile(10466)
- Motorcycles(899)
- Automotive paint(373)
- Tires(268)
- Vehicle equipment(180)
- Auto parts(166)
Κατασκευή Αυτοκινήτων(12576) Terms
- Festivals(20)
- Religious holidays(17)
- National holidays(9)
- Observances(6)
- Unofficial holidays(6)
- International holidays(5)
Holiday(68) Terms
- Lumber(635)
- Concrete(329)
- Stone(231)
- Wood flooring(155)
- Tiles(153)
- Bricks(40)
Building materials(1584) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)
Μπαρ & νυχτερινά κέντρα(63) Terms
- SSL certificates(48)
- Wireless telecommunications(3)