Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > miositis

miositis

Inflammation of skeletal muscle. Infectious, autoimmune, and paraneoplastic processes represent some of the more common conditions that may be associated with myositis.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία Category: Evolution

deriva genética

Changes in the frequencies of alleles in a population that occur by chance, rather than because of natural selection.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Tools

Κατηγορία: Other   1 20 Όροι

Civil Wars

Κατηγορία: Ιστορία   2 20 Όροι