Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > narcóticos

narcóticos

Originally, agents that caused somnolence or induced sleep; now, any derivative, natural or synthetic, of opium or morphine or any substance that has their effects. Narcotics have potent analgesic effects associated with significant changes in mood and behavior, and with the potential for dependence and tolerance following repeated administration.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Religious holidays

miércoles de Ceniza

Celebrado por los cristianos, marca el primer día de Cuaresma, que dura hasta la Pascua de Resurrección (un periodo de 46 días) y es el día de ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Morocco Travel Picks

Κατηγορία: Travel   1 4 Όροι

Basic Glossary of English-Romanian Legal Terms

Κατηγορία: Νομική   1 1 Όροι