Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > narcóticos

narcóticos

Originally, agents that caused somnolence or induced sleep; now, any derivative, natural or synthetic, of opium or morphine or any substance that has their effects. Narcotics have potent analgesic effects associated with significant changes in mood and behavior, and with the potential for dependence and tolerance following repeated administration.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Andrea Evangelina Casa
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Cinema Category: Film types

western europeo

Es el apodo de un sub-género de películas western que emergió en la mitad de 1960 en Italia. Los directores mas populares son Sergio Leone, Sergio ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

FORMULA 1

Κατηγορία: Μόδα   2 1 Όροι

test

Κατηγορία: Other   1 1 Όροι