Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > neurona

neurona

A specialized cell that can react to stimuli and transmit impulses. A neuron consists of a body which contains the nucleus; dendrites, which are short branches off the body that receive incoming impulses; and a long axon which carries impulses away from the body and to the next neuron.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Zoology
  • Company: Berkeley
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

jcurbaez
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Μουσική Category: Bands

Los Beatles

Los fueron un grupo de rock inglés creado en 1962. Sus integrantes eran John Lennon (guitarra rítmica, voz), Paul McCartney (bajo, voz), George ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Machining Processes

Κατηγορία: Μηχανική   1 20 Όροι

High Level CPS

Κατηγορία: Μηχανική   1 1 Όροι