Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > penetrar

penetrar

To pierce or enter into something; make a way in or through something

0
  • Μέρος του λόγου: verb
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Biology
  • Category: Zoology
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category: Human body

cerebelo

La porción del cerebro en la parte posterior de la cabeza, entre el cerebro y el tronco cefálico.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

French Cuisine

Κατηγορία: Food   2 20 Όροι

Italy National Football Team 2014

Κατηγορία: Σπορ   1 23 Όροι