Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > orujo (pulpa)
orujo (pulpa)
The pulpy residue remaining after the juice has been pressed from fruit.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: International dishes
moro de guandules
Moro de guandules (rice with pigeon peas) is a very traditional dish and everyone's favorite in the Dominican Republic. There isn't a festive day or a ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Filipe Oliveira
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
Terms frequently used in K-pop
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 3 30 Όροι
Browers Terms By Category
- Air conditioners(327)
- Water heaters(114)
- Washing machines & dryers(69)
- Vacuum cleaners(64)
- Coffee makers(41)
- Cooking appliances(5)
Household appliances(624) Terms
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Γενική αστρονομία(781)
- Astronaut(371)
- Planetary science(355)
- Moon(121)
- Comets(101)
- Mars(69)
Αστρονομία(1901) Terms
- SSL certificates(48)
- Wireless telecommunications(3)