Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > granada

granada

A fruit-bearing deciduous shrub or small tree growing between five and eight meters tall.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Fruits
  • Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
  • Category: Fruits
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting

La Mona Lisa

The Mona Lisa is widely recognized as one of the most famous paintings in the history of art. It is a half-length portrait of a seated woman painted ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Selena Fashion

Κατηγορία: Μόδα   2 6 Όροι

The 12 Best Luxury Hotels in Jakarta

Κατηγορία: Travel   1 12 Όροι