Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > granada

granada

A fruit-bearing deciduous shrub or small tree growing between five and eight meters tall.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Fruits
  • Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables
  • Category: Fruits
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Sociology Category: General sociology

comercio electrónico

Numerosas maneras con que la gente con acceso a internet hace negocios desde sus computadoras.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Strange Landscapes

Κατηγορία: Travel   1 3 Όροι

Paintings by Hieronymus Bosch

Κατηγορία: Arts   1 20 Όροι