Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > propriocepción

propriocepción

The mechanism involved in the self-regulation of posture and movement through stimuli originating in the receptors.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

dskorce
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: National holidays

Día de Canadá

El Día de Canadá se celebra la unión de las tres colonias británicas (Nueva Escocia, Nueva Brunswick, y la Provincia de Canadá) que hoy en día forman ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Mortal Instruments: City of Bones Movie

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 21 Όροι

Dota Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 9 Όροι