Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > provisión

provisión

Una disposición o condición, especialmente una cláusula en un documento o contrato.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Legal glossary
  • Κλάδος/Τομέας: Νομική
  • Category: Contracts
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: Herbs & spices

pimienta de cayena

spice (ground) Description: Powdered seasoning made from a variety of tropical chiles, including red cayenne peppers. It is very hot and spicy, so use ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Forex Jargon

Κατηγορία: Business   2 19 Όροι

Sailing

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   3 11 Όροι