Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > encías retraídas

encías retraídas

Una afección que se caracteriza por la pérdida anormal del tejido de las encías debido a una infección o a la pérdida de hueso.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Υγεία
  • Category: General
  • Company: CIGNA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

LoveGod
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fitness Category: Workouts

pandiculación

La acción de desperezarse y bostezar.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Best Dictionaries of the English Language

Κατηγορία: Languages   1 4 Όροι

J.R.R. Tolkien

Κατηγορία: Λογοτεχνία   2 7 Όροι