Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > regeneración

regeneración

The renewal or regrowth of an anatomical part which has been injured or completely lost.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Gabriela Lozano
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 7

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting

El jardín de las delicias

Bosch's most famous and unconventional picture, The Garden of Earthly Delights was painted between 1490 and 1510. The oil painting is on three panels, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Scandal Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 18 Όροι

Laptop brands

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 12 Όροι