Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > energía solar

energía solar

Energía derivada de los rayos solares.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Natural environment
  • Category: Climate change
  • Company: BBC
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Francisca Bittner
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 8

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Apparel Category: Sportswear

burkini

Traje de baño diseñado para mujeres musulmanas, que cubre todo el cuerpo, exceptuando el rostro, las manos y los pies. A diferencia del traje de buzo, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Ebola

Κατηγορία: Health   6 13 Όροι

ndebele informal greetings

Κατηγορία: Languages   1 12 Όροι