Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > raleo (plantas)

raleo (plantas)

The practice of reducing the number of plants in an area or the quantity of vegetative or reproductive structures on individual plants.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Agriculture
  • Category: General agriculture
  • Company: USDA
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Javier Bartaburu
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Plants Category: Flowers

flor

Collection of reproductive structures found in flowering plants.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Basics of CSS

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 8 Όροι

Avengers Characters

Κατηγορία: Other   1 8 Όροι