Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > raleo (plantas)
raleo (plantas)
The practice of reducing the number of plants in an area or the quantity of vegetative or reproductive structures on individual plants.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Agriculture
- Category: General agriculture
- Company: USDA
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
flor
Collection of reproductive structures found in flowering plants.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Επενδύσεις σε Τράπεζες(1768)
- Personal banking(1136)
- General banking(390)
- Mergers & acquisitions(316)
- Mortgage(171)
- Initial public offering(137)
Τραπεζική(4013) Terms
- Advertising(244)
- Event(2)
Marketing(246) Terms
- Βιομηχανική αυτοματοποίησης(1051)
Αυτόματες συσκευές(1051) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)