Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > urbano

urbano

1. Ubicado en o característico de una ciudad o urbe.

2. Relacionado a o involucrado con una ciudad o un área densamente poblada.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

michael.cen
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 13

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ανθρωποι Category: Musicians

Calle 13

Calle 13 es un grupo de hip-hop portoriqueño. Está compuesto por dos hermanastros, el cantante principal René Perez Joglar (comúnmente conocido como ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Borgias

Κατηγορία: Ιστορία   2 5 Όροι

Harry Potter

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 141 Όροι