Home > Όροι > Spanish, Latin American (XL) > urbano

urbano

1. Ubicado en o característico de una ciudad o urbe.

2. Relacionado a o involucrado con una ciudad o un área densamente poblada.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Marco Bustamante
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: Rhythm games

Guitar Hero

Guitar Hero es una serie de juegos donde al jugador se le asigan imitar las notas de la canción que se está tocando. Utiliza grandes controles ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Blood Types and Personality

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 4 Όροι

French Saints

Κατηγορία: Θρησκεία   1 20 Όροι