Home > Βιομηχανία/Τομέας > Aviation > Airport
Airport
A station, usually consisting of buildings, airfields and runways, used to provide a place for aircraft to take off and land as well as to house commercial services for passengers and on-board staff.
Industry: Aviation
Προσθήκη νέου όρουContributors in Airport
Airport
ταξί μέσω
Aviation; Air traffic control
Καναδάς: Μια έκφραση που χρησιμοποιείται στο παρενοχλήσεις των ραδιοεπικοινωνιών για να καθοδηγήσει πιλότος ταξί έως το σημείο που ευρίσκεται 200 ft από το άκρο του διαδρόμου και να σταματήσουμε ...
επίπεδο transistion
Aviation; Air traffic control
Το χαμηλότερο επίπεδο πτήσης είναι διαθέσιμα για χρήση πάνω από το υψόμετρο της μετάβασης.
Berlin Brandenburg Airport
Aviation; Airport
Αεροδρομίου Berlin Brandenburg είναι διεθνή αερολιμένα που βρίσκεται υπό κατασκευή και 18 km (11 mi) που βρίσκεται στα νότια της Κεντρικής Βερολίνου στα σύνορα μεταξύ των μελών της Βερολίνο και το ...
ανοιχτό εισιτήριο
Aviation; Airport
Εισιτήριο που έχει ισχύ για μεταφορά ανάμεσα σε προκαθορισμένους προορισμούς αλλά δεν προσδιορίζει συγκεκριμένη ...
σε αναμονή
Aviation; Airport
Επιβάτης σε λίστα αναμονής ή κάποιος που ετοιμάζεται να ταξιδέψει εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες θέσεις την τελευταία ...