Home > Βιομηχανία/Τομέας > Aviation > Airport
Airport
A station, usually consisting of buildings, airfields and runways, used to provide a place for aircraft to take off and land as well as to house commercial services for passengers and on-board staff.
Industry: Aviation
Προσθήκη νέου όρουContributors in Airport
Airport
μέτρια αναταράξεις
Aviation; Air traffic control
Αναταράξεις που προκαλεί αλλαγές στο ύψος ή στάση, αλλά στην οποία παραμένει το αεροσκάφος στον έλεγχο ανά πάσα στιγμή, και που συνήθως προκαλεί παραλλαγές σε ανέφερε ταχύτητα αέρα (IAS) (αυτό θα ...
επισπεύσει (να)
Aviation; Air traffic control
Μια έκφραση που χρησιμοποιείται από ATC, όταν απαιτείται άμεση συμμόρφωση να αποφευχθεί η ανάπτυξη της μια επικείμενης κατάσταση. ...
τμήμα αποτυχηµένη προσέγγιση
Aviation; Air traffic control
Το τμήμα μιας διαδικασίας προσέγγιση μέσο (ΙΑΡ) μεταξύ το σημείο αποτυχηµένη προσέγγιση (Χάρτησ), το σημείο αποτυχηµένη προσέγγιση (MAWP), ή το σημείο άφιξης στο ύψος απόφασης (DH), και το καθορισμένο ...
μονάδα προορισμού
Aviation; Air traffic control
Η μονάδα των οποίων περιοχή ευθύνης (AOR) περιλαμβάνει το αεροδρόμιο προορισμού.
Αρχική προσέγγιση τμήμα
Aviation; Air traffic control
(1) Καναδάς: Το τμήμα μιας διαδικασίας προσέγγιση μέσο (ΙΑΡ) μεταξύ την αρχική προσέγγιση επιδιόρθωση (IAF) ή σημείο αναφοράς και η αποτύπωση ενδιάμεσα προσέγγιση (IF) ή σημείο αναφοράς, κατά την ...
συχνότητα οικογένεια
Aviation; Air traffic control
Μια οικογένεια των συχνοτήτων στο τη της αεροναυτιλιακής κινητής υπηρεσίας (R) που περιέχει δύο ή περισσότερες συχνότητες επιλέγονται από διάφορες αεροναυτική κινητή ζώνες (R) και που προορίζεται να ...
ορισθείσα μονάδα
Aviation; Air traffic control
Μια μονάδα που χρησιμεύει ως μια σύνδεση επικοινωνιών στο ΚΑΝΑΔΆ NAV σύστημα για τη διάδοση των πληροφοριών και που ελέγχει, ή υποστηρίζει την καθημερινή λειτουργία ενός αεροδρομίου Κοινότητα σταθμού ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί