Home > Βιομηχανία/Τομέας > Aviation > Airport
Airport
A station, usually consisting of buildings, airfields and runways, used to provide a place for aircraft to take off and land as well as to house commercial services for passengers and on-board staff.
Industry: Aviation
Προσθήκη νέου όρουContributors in Airport
Airport
ορατότητα πτήσης
Aviation; Air traffic control
Τη μέση απόσταση της προβολής προς τα εμπρός σε κάθε δεδομένη στιγμή από το πιλοτήριο του αεροσκάφους κατά την ...
μέτρια κερασάκι
Aviation; Air traffic control
Μια ατμοσφαιρική κατάσταση στην οποία ο ρυθμός της συσσώρευσης πάγου είναι τέτοια, ώστε ακόμη και τις σύντομες συναντήσεις είναι δυνητικά επικίνδυνο και τη χρήση εξοπλισμού αποψύχοντας ή αντι-κερασάκι ...
Κρατώντας ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
Aviation; Air traffic control
Μια καθορισμένη θέση, προσδιορίζονται με οπτικά ή άλλα μέσα, κοντά στον οποίο διατηρείται η θέση του αεροσκάφους κατά την πτήση σύμφωνα με ATC εκκαθαρίσεις. ...
μικροκυμάτων (MLS) σύστημα προσγείωσης
Aviation; Air traffic control
Μια ακρίβεια μέσο προσέγγιση σύστημα λειτουργίας στο φάσμα μικροκυμάτων που συνήθως αποτελείται από τα ακόλουθα ...
μέσο συνθήκες πτήσης
Aviation; Air traffic control
Περιορισμένη μετεωρολογικές συνθήκες όπου ελέγχου του αεροσκάφους κατά την πτήση (εκτός από ένα μπαλόνι) πρέπει να διατηρηθούν αποκλειστικά και μόνο λόγω να αεροσκαφών πτήση ...
εκμετάλλευση διαδικασία
Aviation; Air traffic control
Προκαθορισμένο ελιγμό που κρατά ένα αεροσκάφος μέσα σε ένα καθορισμένο εναέριο χώρο ενώ αναμένει περαιτέρω εκκαθάριση. ...
μετεωρολογικό δελτίο
Aviation; Air traffic control
ICAO: Ένα κείμενο που περιλαμβάνει Μετεωρολογικής Πληροφορίας πριν από τον αντίστοιχο τίτλο.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί