Home > Βιομηχανία/Τομέας > Aviation > Airport
Airport
A station, usually consisting of buildings, airfields and runways, used to provide a place for aircraft to take off and land as well as to house commercial services for passengers and on-board staff.
Industry: Aviation
Προσθήκη νέου όρουContributors in Airport
Airport
εκκαθάριση ελέγχου κυκλοφορίας αέρα
Aviation; Air traffic control
Η έγκριση που χορηγείται από μια μονάδα ΕΕΚ αεροσκάφους να προχωρήσει σε ελεγχόμενο εναέριο χώρο, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από την εν λόγω ...
autorotation
Aviation; Air traffic control
Μια κατάσταση πτήσης στροφείων του ελικοπτέρου στο οποίο ανύψωσης στροφέα υπαγορεύεται εξ ολοκλήρου από τη δράση του αέρα όταν τα ελικοφόρα βρίσκεται σε ...
αεροπλάνο
Aviation; Air traffic control
Ένα μηχανοκίνητο στους αεροσκάφος που απορρέει του ανελκυστήρα στην πτήση από τις αεροδυναμικές αντιδράσεις σε επιφάνειες που παραμένουν σταθερές κατά τη διάρκεια ...