
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Consumer electronics > Amplifier
Amplifier
Any electronic device designed to inrease the volume of sound.
Industry: Consumer electronics
Προσθήκη νέου όρουContributors in Amplifier
Amplifier
ποτενσιόμετρο
Consumer electronics; Amplifier
Μια μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για έναν ενισχυτή του όγκος και τους ελέγχους ήχων.
ποτενσιόμετρο
Consumer electronics; Amplifier
a variable resistor. It usually has three terminals: the two end terminals, across which the entire resistance appears, and a third terminal, the "wiper", which moves to a different spot on the ...
ισχύς
Consumer electronics; Amplifier
Το ποσοστό της εργασίας της ηλεκτρικής ενέργειας και μετριέται σε watt, ίση με την τάση που πολλαπλασιάζεται με το ρεύμα σε ένα κύκλωμα. Σε έναν ενισχυτή, το έργο αυτό έχει ως αποτέλεσμα είτε ...
ενισχυτής ισχύος
Consumer electronics; Amplifier
Ένας ενισχυτής που έχει δυνατότητα παραγωγής υψηλότερης δύναμης από ένα προενισχυτή και είναι σχεδιασμένα για να οδηγούν ένα ή περισσότερα μεγάφωνα. Γενικά, που περιέχονται με ο προενισχυτής σε ...
εξασθενητής ισχύος
Consumer electronics; Amplifier
Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να ενυδατώσει επάνω την εξουσία ή να επιτρέψετε λιγότερο μετάδοση δύναμης μεταξύ ενισχυτή και ...
ονομαστική ισχύς
Consumer electronics; Amplifier
Η μέγιστη ισχύς με την οποία ένας ενισχυτής μπορεί να λειτουργήσει σε καθορισµένο χρονικό.
μετασχηματιστής ισχύος
Consumer electronics; Amplifier
Ένας μετασχηματιστής χρησιμοποιείται για να μετατρέψει την εισερχόμενη γραμμή (ή ρεύμα) τάση σε μια υψηλότερη ή χαμηλότερη τιμή για χρήση σε ενισχυτή ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί
Top 25 Worst National Football Team

