Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
Ηλεκτρονική Ανταλλαγή Στοιχείων
Λογιστική; Auditing
είναι η χρήση επικοινωνίας ανάμεσα σε μια επιχείρηση και τους πελάτες ή προμηθευτές για ηλεκτρονικές συναλλαγές. Αγορά, φόρτωση, χρέωση και είσπραξη μετρητών, εξαργυρώσεις μπορούν να ολοκληρωθούν ...
Ηλεκτρονική Επεξεργασία Δεδομένων
Λογιστική; Auditing
Εππεξεργασία πληροφοριών μέσω υπολογιστή εν αντιθέσει με τα χειρόγραφα έγγραφα.
Πίνακας Συμβουλευτικής Γενικών Αρχών Λογιστικής
Λογιστική; Auditing
Ενας οργανιζμός που θέτει το GAAP στις ΗΠΑ για τις επιχειρήσεις κυβερνητικής ομοσπονδίας.
Οικονομικός Πίνακας Προτύπων Λογιστικής
Λογιστική; Auditing
Μια ιδιωτική μη κυβερνητική επιχείρηση που θέτει το GAAP στις ΗΠΑ για την επίτευξη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων και για κερδοσκοπικούς μη κυβερνητικούς οργανισμούς. ...
Γενικά Αποδεκτές Αρχές Λογιστικής
Λογιστική; Auditing
Σύμφωνα με τον Κανόνα 203 του Κώδικα Επαγγελματικής Κατάρτισης, οι ΓΑΑΛ για μη κυβερνητικούς οργανισμούς περιλαμβάνουν (σε μια σύγκρουση η προηγούμενη πηγή στη λίστα υπερισχύειε). 1 FASB Δηλώσεις και ...
επιστολή διευκόλυνσης
Λογιστική; Auditing
Μια επιστολή γραμμένη από τον ορκωτό λογιστή προς έναν ασφαλιστή ασφαλειών που εκφράζει μια γνώμη για τον εάν τα ελεγμένα οικονομικά δηλωτικά κια προγράμματα στο αντίγραφο εγραφής συνάδουν ώστε με ...
συμβουλευτικές υπηρεσίες
Λογιστική; Auditing
είναι συμβουλευτική υπηρεσία όπου το CPA ανπτύσσει τα ευρήματα, συμπεράσματα και συστάσεις που παρουσιάζονται για τον πελάτη προκειμένου να πάρει απόφαση. Αυτό διαφέρει από την κατάθεση, όπου το CPA ...