Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
λογιστική συστήματος μετρητών
Λογιστική; Auditing
Μια μέθοδος στην οποία το εισόδημα και τα έξοδα εγγράφονται αφού πληρωθούν.
φύλλο ταμείου
Λογιστική; Auditing
Λίστα συνολικής οικονομικής κατάστασης μιας εταρείας, που περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία, χρεώσεις και ...
ρευστοποίηση
Λογιστική; Auditing
Μετρητά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να μετατραπούν εύκολα σε μετρητά.
εγγραφές προσαρμογής
Λογιστική; Auditing
Οι λογιστικές εγγραφές που γίνονται στο τέλος μιας λογιστικής περιόδου για να τοποθετήσουν θέματα μεταξύ των οικονομικών ...
περίοδος ολοκλήρωσης
Λογιστική; Auditing
Οι πιστοποιήσεις ολοκλήρωσης έχουν να κάνουν με το εάν όλες οι συναλλαγές και λογαριασμοί θε πρέπει να περιλαμβάνονται στα δηλωτικά οικονομικής κίνησης. Για παράδειγμα η διεύθυνση βεβαιώνει όι όλες ...
έκθεση υπόχρεου
Λογιστική; Auditing
Σε μια διαδικασία πιστοποίησης, ένας ειδικός εκδίδει γραπτό συμπέρασμα για την γραπτή βεβαιώσης ότι είναι ευθύνη κάποιου ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
HOSEOKNAM
0
Όροι
42
Γλωσσάρια
11
Οπαδοί