Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
αρχεία μνήμης
Λογιστική; Auditing
Γραπτή καταχώρηση σε αρχεία που υποστηρίζουν τις εγγραφές στο καθολικό. Τα αρχεια πιστώσεων υποστηρίζουν τις πιστώσεις ενώ τα αρχεία χρεώσεων υποστηρίζουν τις εγραφές ...
αρνητική ασφάλιση
Λογιστική; Auditing
Το δηλωτικό που αναφέρει τι δεν γνωρίζει h CPA ως αντίθετο με το τι πιστεύει η CPA (θετική ασφάλιση) Ενα δηλωτικό ότι η CPA δεν ''ήταν ενήμερη για τις αλλαγές εγγραφών που πρέπει να γίνουν σε ...
διαδοχικά γεγονότα
Λογιστική; Auditing
επηρεάζουν ον πελάτη και συμβαίνουν ανάμεσα στην ημερομηνία του φύλλου ισολογισμού και έκδοσης των δηλωτικών της οικονομικής κίνησης Κάοοια τέτοια γεγονότα παρέχουν επιπλέον απόδειξη για τις συνθήκες ...
οικονομικός ελεγκτής
Λογιστική; Auditing
Ο υπάλληλος που ελέγχει τα κεφάλαια της εταιρείας. Ο οικονομικός ελεγκτής συνήθως υπογράφει επιταγές και είναι υπεύθυνος για την διαχείρηση των ...
στοκ μετοχών
Λογιστική; Auditing
είναι το στοκ μετοχών της επιχείρησης που έχει εκδοθεί και επαναπκτηθεί μετά. Δεν είναι περιουσιακό στοιχείο Είναι μείωση μετοχής των μετόχων Το στοκ μετοχών μπορεί να καατγραφεί είτε με το κόστος ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Dan Sotnikov
0
Όροι
18
Γλωσσάρια
1
Οπαδοί