Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
πληρωτέες 401(k)
Λογιστική; Auditing
Το ποσό που η εταιρεία πρέπει να πληρώσει για τις εισφορές των εργαζομένων της. Ορισμένες εταιρείες ταιριάζουν 401 (k) εισφορές αμέσως, ενώ κάποιες το κάνουν μετά από ένα ...
529 σχέδιο
Λογιστική; Auditing
Μία επενδυτική στρατηγική, για τα άτομα που επιθυμούν να εξοικονομήσουν χρήματα για τις δαπάνες κολλεγίων για τα παιδιά τους. Κάθε κράτος έχει διαφορετικούς κανόνες για το σχέδιο, με βάση τα ...
τρέχον λογαριασμός
Λογιστική; Auditing
Ένας τύπος λογαριασμού που βρίσκεται σε εξέλιξη, ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους φορείς. Μπορεί επίσης να αναφέρεται ως έκθεση, που συνοψίζει την απόδοση του κάθε ασφαλιστικού πράκτορα σε έναν ...
το ιστορικό του λογαριασμού
Λογιστική; Auditing
Συνοπτική κατάσταση της Τράπεζας για τις δραστηριότητες ενός λογαριασμού κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου,όπως το ένα τέταρτο ή ένα ...
επεξηγηματικός
Λογιστική; Auditing
Μια παράγραφος που προστέθηκε στην έκθεση ελέγχου για να εξηγήσει κάτι, όπως το λόγο για ειδική ή αρνητική ...
έντυπη μορφή
Λογιστική; Auditing
Ένα τυπωμένο αντίγραφο των πληροφοριών,σε αντίθεση με τις πληροφορίες που αποθηκεύονται σε μορφή αναγνώσιμη από υπολογιστή. ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
rufaro9102
0
Όροι
41
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί