Home > Βιομηχανία/Τομέας > Λογιστική > Auditing
Auditing
The systematic review and examination of an individual's or organization’s accounting records to verify their accuracy.
Industry: Λογιστική
Προσθήκη νέου όρουContributors in Auditing
Auditing
κέρδη διαχειρίσεως
Λογιστική; Auditing
Η εσκεμμένη και σκόπιμη χειραγώγηση των κερδών της εταιρείας προκειμένου να επιτύχουν έναν προκαθορισμένο στόχο. Από τιμές μετοχών είναι συνδεδεμένο με τα κέρδη της εταιρίας, κέρδη διαχείρισης ...
εξομάλυνση του εισοδήματος
Λογιστική; Auditing
Η διαδικασία της χρήσης λογιστικές πολιτικές και διαδικασίες για την εξάλειψη αλλαγές στα κέρδη της εταιρείας μεταξύ περιόδων. Αυτή η πρακτική ακολουθείται από εταιρείες που επιδιώκουν να διαχειριστε ...
Ενοίκιο συνεισφορά
Λογιστική; Auditing
Τη σειρά με την οποία ο δανειστής (όπως μια τράπεζα ή εταιρεία leasing) να αρχίσουν μίσθωσης και αναλαμβάνει την ευθύνη για την παροχή της αναγκαίας χρηματοδότησης. ...
απόφαση παράγοντες
Λογιστική; Auditing
Υποκειμενική, ανεξέλεγκτες παράγοντες όπως παραδοχές, εκτιμήσεις, και παρεκβολών απασχολούνται όπου δεν είναι πρακτικό να δημιουργηθεί μια ελέγξιμες βάση για μια απόφαση, ή όπου είναι απαραίτητο να ...
χρηματοοικονομικές προβολές
Λογιστική; Auditing
είναι πιθανές οικονομικές καταστάσεις που παρουσιάζουν, δίνεται ένα ή περισσότερα υποθετικά δεδομένα, αναμένεται η οικονομική θέση της εταιρείας, τα αποτελέσματα των εργασιών, καθώς και οι μεταβολές ...
γενική λογιστική
Λογιστική; Auditing
Ένα αρχείο με την οποία οι χρηματικές συναλλαγές δημοσιεύτηκε (με τη μορφή των χρεώσεων και πιστώσεων) από ένα περιοδικό. Είναι το τελικό ρεκόρ από το οποίο οι οικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται. ...