Home > Βιομηχανία/Τομέας > Parenting > Birth control
Birth control
The practice of using artificial means to prevent or terminate a pregnancy.
Industry: Parenting
Προσθήκη νέου όρουContributors in Birth control
Birth control
Clostridium
Parenting; Birth control
Μια ομάδα αναερόβια βακτήρια (βακτήρια που ευδοκιμούν στην απουσία οξυγόνου). Υπάρχουν 100 + είδη Clostridium. Περιλαμβάνουν, για παραδείγματα, Clostridium difficile, Clostridium perfringens (επίσης ...
προφυλακτικό
Parenting; Birth control
Αντισυλληπτικά εμπόδιο. Το αρσενικό προφυλακτικό, συνήθως καουτσούκ, είναι μια θήκη που εγκαθιστά πέρα από το πέος του άντρα να αποτρέψει το σπέρμα από την είσοδο του κόλπου. Το ανδρικό προφυλακτικό ...
σύλληψη
Parenting; Birth control
Η συγχώνευση των σπερματοζωαρίων με την αρχή της εγκυμοσύνης που καθόρισε η βλαστοκύστη που συνδέονται με το ενδομήτριο. Σύλληψη χαρακτηρίζεται από την εμφύτευση της βλαστοκύστης στο ενδομήτριο. ...
επιπλοκή
Parenting; Birth control
Στην ιατρική, ένα επιπλέον πρόβλημα που προκύπτει μετά από μια διαδικασία, η θεραπεία ή η ασθένεια και είναι δευτερεύουσες σε αυτό. Μια επιπλοκή που περιπλέκει την κατάσταση. ...
διακεκομμένη συνουσία
Parenting; Birth control
Αντισυλληπτική μέθοδο που αφορούν την απόσυρση από τον κόλπο της γυναίκας άνθρωπος πριν εκσπερματώνει. Η πρόθεση είναι ότι γονιμοποίηση ποτέ δεν λαμβάνει χώρα, επειδή το σπέρμα δεν να εισέλθουν στο ...
αυγό
Parenting; Birth control
Το θηλυκό φύλο κελί. Το αυγό είναι επίσης αναφέρεται ως η γυναικείας γαμετών ή το ωάριο. Γονιμοποίηση συμβαίνει όταν το σπέρμα που συνδυάζει με το αυγό για να σχηματίσουν ένα ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
stanley soerianto
0
Όροι
107
Γλωσσάρια
6
Οπαδοί